- μουζίκος
- ο1. (στην προεπαναστατική Ρωσία) άνθρωπος τής υπαίθρου, χωρικός2. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος και απολίτιστος, αγροίκοςβ) άτομο που υπόκειται σε σκληρή οικονομική εκμετάλλευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. muzhik «χωρικός», υποκορ. τού muzh «άντρας, σύζυγος», συγγενές με το αρχ. σλαβ. možy «άνδρας, αρχ. αγγλ. man].
Dictionary of Greek. 2013.